Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 11, 2008

tsagarrr


Την περασμένη βδομάδα είδα ξανά το Σαλό του Παζολίνι, την ομιλία του Καραμανλή στη Θεσσαλονίκη και τις φωτογραφίες του Βουλγαράκη στο σκάφος του στην προσωπική του σελίδα στο Facebook. Κάτι υπόγειο συνέδεσε και τα τρία.

Πρώτα η ταινία. Όπως συμβαίνει με όλα τα αριστουργήματα που σπάνε τους κανόνες, αρχικά με είχε ενοχλήσει πολύ. Και είχα κωλώσει μπροστά στο θέατρο της σκληρότητάς του. (Η ίδια παιδική φοβία είναι υπεύθυνη και για τη ρηχή πρόσληψη του Σαντ από τους περισσότερους). Τώρα που το ξαναείδα στην ακηλίδωτη, αποκατεστημένη κόπια της Criterion, μπόρεσα επιτέλους να δω το φρικαλέο μεγαλείο της δαντικής σύλληψής του. Η ταινία διαδραματίζεται στη μικρή βόρεια ιταλική κωμόπολη του Σαλό, όπου κατέφυγαν κυνηγημένοι οι φασίστες υπό τον Μουσολίνι για να εγκαταστήσουν την πρωτεύουσα του oλιγόμηνου, οπερατικού κράτους τους. Ήταν το τελευταίο και πιο θηριώδες επεισόδιο αυτής της αρρωστημένης ιστορικής στιγμής. Στην ταινία, οι φασιστικές Αρχές του τόπου μαζεύουν και κλείνουν σε ένα απόμερο παλάτσο τα πιο όμορφα και αρτιμελή νέα παιδιά της περιοχής και τα υποβάλλουν σε τρεις κύκλους Κολάσεως: τον Κύκλο της Μανίας, του Σκατού και του Αίματος. Αφού τα βιάσουν και τα εξαναγκάσουν στη σκατοφαγία, στο τέλος τα δολοφονούν με αργές, σαδιστικές τελετουργίες (που θυμίζουν έντονα εκκλησιαστικό μυστήριο). Όλες οι πράξεις γίνονται «νομοτύπως».

Ο Παζολίνι παίρνει το σαντικό μύθο και φτιάχνει ένα κορυφαίο πολιτικό φιλμ πάνω στην Ασυδοσία των Δυνατών. «Οι μόνοι αληθινοί αναρχικοί είναι οι Φασίστες - κάνουν ό,τι θέλουν» έχει πει. Καταδεικνύει πώς ο καπιταλισμός μετατρέπει το σώμα σε εμπόρευμα, πώς η Εξουσία μεθά μόλις συνειδητοποιήσει ότι χειρίζεται μόνη της (με ψηφοφορίες-όπερα) το κλειδί της αυθαιρεσίας: τους νόμους του κράτους. Οι σαδιστές του Σαλό διαρκώς επισείουν πάνω από τα κεφάλια των θυμάτων τους το βιβλιαράκι που μόνοι τους συνέγραψαν με τον ιδιόχειρο τίτλο Regolamenti-Kανονισμοί. Δείχνει επίσης κάτι ακόμα πιο ενοχλητικό: Πώς μερικά από τα ανήξερα χωριατόπαιδα αρχίζουν και απολαμβάνουν την «ελευθεριότητα» του Σαλό (αρχίζοντας από τη σεξουαλική), αναβαθμίζονται σε ανθρωποφύλακες και εν τέλει γίνονται σαδιστικότεροι από τους εξουσιαστές τους. (Είναι ένα πρόβλημα που πρώτος έδειξε τόσο βαθιά ο Σαντ και σήμερα το βλέπουμε να αναπαράγεται σωρηδόν μέσω του τηλεοπτικού lifestyle: Τα περισσότερα νέα παιδιά δεν μισούν τα μοντέλα της μιζέριας τους - απλώς υποφέρουν επειδή δεν είναι στη θέση τους!).

Οι εικόνες του φιλμ είναι όντως ακραίες. Στο νυφικό τραπέζι τρώνε σκατά. Φιλιούνται αλειμμένοι με κόπρανα. Τα παιδιά γυμνά πάνε στα τέσσερα με κολάρο γαβγίζοντας και τα εξαναγκάζουν να φάνε ψωμί που μέσα έχει καρφιά. Η κάμερα δείχνει καθαρά το αίμα και το κόπρανο, το μάτι που βγαίνει με μια λεπίδα από την κόγχη, το δέρμα που γδέρνεται αργά από το κεφάλι. Δείχνει συνειδητά. Επειδή θέλει να είναι ακραία, εμετική, αχώνευτη. Να μη γίνει ακόμα ένα φιλμ ευγενούς καταγγελίας που θα την ιδιοποιηθεί το σύστημα και θα ξεχαστεί ανάμεσα σε χιλιάδες καταγγελίες του παρελθόντος. Ο Παζολίνι ήξερε αυτή την πονηρή ικανότητα του Καπιταλισμού (ποιος το περίμενε ότι θα ξαναρχίζαμε να μιλούμε με μαρξιστικούς όρους!): ότι ιδιοποιείται τη γλώσσα και το έργο του θύματος, και μέσω της αισθητικής ανοχής κουκουλώνει τα διηνεκή εγκλήματά του. Σε μια σπουδαία φράση του λίγο πριν βγει το Σαλό και τον δολοφονήσουν είχε πει: «Σήμερα παρά ποτέ, οι καλλιτέχνες πρέπει να δημιουργούν, οι κριτικοί να υπερασπίζονται και οι δημοκρατικοί άνθρωποι να υποστηρίζουν έργα τέχνης τόσο ακραία που ακόμα και τα πιο ανοιχτά μυαλά του Νέου Κράτους να τα θεωρούν απαράδεκτα». Εννοούσε ότι μόνο η «απαράδεκτη τέχνη» ενδέχεται να μην καταναλωθεί από τις φλόγες του νεοκαπιταλισμού που ζει καταβροχθίζοντας το παρελθόν του και τους εχθρούς του.

Με αυτές τις εντυπώσεις είδα τη θλιβερή συνέντευξη του Κώστα Καραμανλή στη Θεσσαλονίκη. Την κυνική παραδοχή του ότι ηγείται μιας αρρώστιας. Τα Regolamenti του, που επισείστηκαν πολλές φορές πάνω από την προκλητική ανηθικότητα των κορυφαίων παικτών του. Την υποκρισία του. Και την προφανή αδιαφορία του για το τι λέει και αισθάνεται ο κόσμος. Στην αρχή της πρωθυπουργίας του είχα γράψει στην «Ελευθεροτυπία» ένα σχοινοτενή έπαινο γι' αυτόν: Τον παρουσίαζα ως ένα λιγάκι αυτιστικό, πινδαρικό αριστοκράτη που υψιπετεί τιμίως, ενώ οι συνεργάτες του εν κρυπτώ ασχημονούν. Στη Θεσσαλονίκη αποδείχτηκε ότι ο πινδαρισμός του ήταν ένας χονδροειδής ρόλος: Ο Καραμανλής είναι απολύτως ενήμερος και υπεύθυνος για το πλιάτσικο, την ασυδοσία και τον ξεδιάντροπο πλουτισμό των στενών συνεργατών του. Είναι μέρος της αρρώστιας. Είναι μέρος της παρέας. Και δεν έχει τίποτα διαφορετικό από τους παλιούς. Το χρήμα που όλα τα θερίζει σήμερα, τον κλάδεψε κι αυτόν.

Οπότε, οι δεκάδες φωτογραφίες του Βουλγαράκη με το σκάφος του και το λευκό λουλού του στα κοσμικά νησιά είναι κάτι σχεδόν μπανάλ - the banality of evil. Moυ θυμίζει έντονα τον Λάκη Γαβαλά που κατέφτασε πέρυσι με το σκάφος του σε ένα φτωχό, ερημικό τόπο του διαβόλου που έκανα τα μπάνια μου - στο Φραγκοκαστέλο της νότιας Κρήτης. Η αμμουδιά ήταν καλή, αλλά το υποτυπώδες χωριό ήταν πολύ ταπεινό - απλοί ντόπιοι και μερικές οικογένειες. Ο Λάκης αποβιβάστηκε με δυο ολόλευκα φουσκωτά και ένα τσούρμο τεκνά και μοντέλες. Έστησαν στην αμμουδιά μια τεράστια ανισοϋψή λευκή τέντα, κουβάλησαν καφάσια με ποτά σε πάγο και άρχισαν να πηγαινοέρχονται τιτιβιστά με τα Burberrys μπικινάκια τους ανάμεσα στους αποσβολωμένους ντόπιους, που δεν ήξεραν αν πρέπει να κράξουν ή να φύγουν. Στην Ιταλία που συνέβη κάτι ανάλογο την περασμένη εβδομάδα με έναν αθλητικό παράγοντα (διαβάζω στην «Καθημερινή»), οι ντόπιοι λουόμενοι του επιτέθηκαν πετώντας βρεγμένη άμμο στα άσπιλα ναυτικά του ρούχα: «Φύγε από την παραλία μας ξεφτιλισμένε» του φώναξαν. Κι ο δημοσιογράφος της «Guardian» που είδε τη σκηνή, αναρωτιέται πώς και μια τέτοια αντίδραση άργησε τόσο, σε εποχές που η φτώχια καλπάζει και ο πλούτος γίνεται όλο και πιο συμπαγής, όλο και πιο προκλητικός.

Εδώ αντίθετα, τα περιοδικά του κουτσομπολιού φωτογραφίζουν τον Βουλγαρακη (τον κάθε Βουλγαράκη) να χτίζει κάστρα από άμμο στη Μύκονο, με χαριτωμένες λεζάντες. Και ο Τύπος ανέχεται τον πρωθυπουργό να συγκαλύπτει την αποθρασυμένη αναρρίχηση της Μάρας Ζαχαρέα, την απόπειρα αυτοκτονίας του Ζαχόπουλου, τα σκάνδαλα του Παυλίδη, ξεστομίζοντας ρητορικές ανοησίες που θα έπρεπε να τον κάνουν να ντρέπεται. Όπως έκανε και επί της προηγούμενης κυβερνήσεως, με τους επίσης αμοράλ και ξεσαλωμένους υπουργούς, που πλούτισαν αδίκως και τώρα σέρνονται παραλυμένοι στα σελέμπριτις πάρτις και τα ριζόρτ περιμένοντας τον επόμενο κύκλο της Μεγάλης Ληστείας. Αν αναλογιστεί, λοιπόν, κανείς ότι σχεδόν όλα τα κόμματα εξουσίας λίγο πολύ διαφθείρονται, όλο και σαφέστερα νιώθει ότι το Σαλό δεν είναι γεωγραφικός τόπος, αλλά κοινωνικός. Είναι η περίφημη Καταναλωτική Κοινωνία που αντλεί τη δύναμή της από την ψήφο μας - έτσι περίπου όπως την άντλησε και ο Χίτλερ. Δηλαδή, ζούμε μέσα στη φυλακή που μόνοι μας χτίσαμε. Ανήμεροι, σαν τα χωριατόπαιδα του Σαλό, αθώα ρηχοί, αθώα συγχυσμένοι: στη μοντέρνα Ελλάδα είμαστε όλοι Μυκονιάτες.

Υπερβολή; Κάθε άλλο! Η δομή της μοντέρνας Ελλάδας είναι τέτοια που τους λειώνει όλους - λίγο πολύ. Δεν μπορεί κανείς να είναι απολύτως ελεύθερος ή απολύτως αξιοπρεπής. Κανείς!! Εκτός κι αν πάει να ζήσει με τα θηρία. Το ήξερε και ο Παζολίνι και το έλεγε: «Σήμερα τους έχει διαλύσει όλους το χρήμα - μου έρχεται να πάω να κρυφτώ σε μια τρύπα». Οπότε, ο Καραμανλής θα πέσει μέσα μας, αλλιώς δεν θα πέσει ποτέ. Γι' αυτό και όσοι βρίζουν εναργέστερα τον Βουλγαράκη δεν τον σιχαίνονται τόσο όσο τον ζηλεύουν. Καμιά φορά απορώ κι εγώ, μήπως κατά βάθος θα ήθελα να διαπλέω το Αιγαίο με το σκάφος του - ή έστω το σκάφος του Δακη Ιωάννου, που του το ζωγράφισε ο Τζεφ Κουνς, το έχει εξασέλιδο η τελευταία αμερικανική «Vogue» και είναι ένα κυπριακό όνειρο επιδειξιομανούς ξιπασιάς.Στ.Τσ.

2 σχόλια :

Ανώνυμος είπε...

Τίποτα δεν κατάλαβε. Όλη την ώρα μου έλεγε “θυμάσαι;” Τι να θυμηθώ. Μονάχα τα όνειρα θυμάμαι γιατί τα βλέπω νύχτα. Όμως τη μέρα αισθάνομαι άσχημα – πως να το πω: απροετοίμαστη. Βρέθηκα μέσα στη ζωή τόσο άξαφνα – κει που δεν το περίμενα καθόλου. Έλεγα “μπα θα συνηθίσω”. Κι όλα γύρω μου έτρεχαν. Πράγματα και άνθρωποι έτρεχαν, έτρεχαν – ώσπου βάλθηκα κι εγώ να τρέχω σαν τρελή. Αλλά φαίνεται, το παράκανα. Επειδή - δεν ξέρω – κάτι παράξενο έγινε στο τέλος. Πρώτα έβλεπα τον νεκρό κι ύστερα γινόταν ο φόνος. Πρώτα ερχόταν το αίμα κι ύστερα ο χτύπος κι η κραυγή. Και τώρα όταν ακούω να βρέχει δεν ξέρω τι με περιμένει

Ανώνυμος είπε...

Ήμασταν στο καπηλειό του χωριού το Σαββάτο που πέρασε. Ο αδελφός μου ρώτησε αν υπάρχει κάτι άλλο πέρα από κρέας για να παραγγείλει. Οι θαμώνες χαμογέλασαν ειρωνικά. Ο αδελφός μου γύρισε προς το μέρος μου και είπε δυνατά:
-Εδώ και είκοσι χρόνια έχω κόψει τρία πράγματα: το κρέας, την τηλεόραση και την Ελευθεροτυπία.

Κι εγώ τον αγάπησα λιγάκι παραπάνω.